- περισκήνιον
- τὸ, Μ1. στον πληθ. τὰ περισκήνιαα) ορειχάλκινα κιγκλιδώματα στο θέατροβ) η ορχήστρα τού θεάτρου2. μτφ. το ανθρώπινο σώμα ως κατοικητήριο τής ψυχής («ἐλύπει τὸν φιλόσοφον τὸ θνητόν περισκήνιον», Θεοφύλ. Σιμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σκηνή + κατάλ. -ιον (πρβλ. παρα-σκήνιον)].
Dictionary of Greek. 2013.